Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Samuel Beckett & The Arts

Η Τέχνη λατρεύει τα άλματα

 

Σάμουελ Μπέκετ
Ο κόσμος και το παντελόνι & Ζωγράφοι του εμποδίου
μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα
εκδόσεις: ύψιλον/βιβλία, σ. 60, 10 ευρώ

Είκοσι χρόνια από τον θάνατό του (1989), σαράντα χρόνια από τη βράβευσή του με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1969), εξήντα χρόνια και βάλε από τη δημοσίευση των δύο κειμένων «Ο κόσμος και το παντελόνι» (1945-46) και «Ζωγράφοι του εμποδίου» (1948), και ο Μπέκετ, τόσο η προσωπικότητά του όσο και ο λόγος του, να φαντάζει άφθαρτος, καίριος, ανοξείδωτος. Μετά τη θητεία του ως γραμματέα και συμβούλου του Τζέιμς Τζόις, μετά το πρώτο του μυθιστόρημα «Dream of Fair to Middling Women», που ο Μπέκετ έγραψε στα 1932, αλλά παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1992, ο συγγραφέας θα επιχειρήσει επιτυχώς να καλλιεργήσει ένα στυλ ελλειπτικό, συνθέτοντας φράσεις λιτές, καμωμένες με λέξεις συνηθισμένες, οι οποίες όμως συνδυάζονται με τρόπους μελωδικούς, με υποβλητική ποιητικότητα, με σπινθήρες αλλόκοτου χιούμορ ανάμεσά τους. Παραλλήλως, διατηρεί γόνιμες φιλικές σχέσεις με σημαντικές μορφές των εικαστικών τεχνών, όπως η Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, ο Τζακ Μπάτλερ Γέιτς (αδελφός του νομπελίστα ποιητή), ο Μαρσέλ Ντισάν και οι αδελφοί Μπραμ και Γκερ βαν Βέλντε.
Η αγάπη του Μπέκετ για τη ζωγραφική και τους διακόνους της τον οδήγησε πολλές φορές σε εκτεταμένες περιοδείες ανά την Ευρώπη, σε εξαντλητικές επισκέψεις σε μουσεία όπου ο συγγραφέας τού «Περιμένοντας τον Γκοντό» κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις σ' ένα μαύρο τετράδιο, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από τα έργα που τον συγκλόνιζαν. Κάμποσες από τις σημειώσεις αυτές βρήκαν τον δρόμο τους προς τα πεζογραφήματα και τα θεατρικά του Μπέκετ, δείχνοντας πόσο σημαντικές είναι οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις τέχνες, ιδίως μετά την έκρηξη του εξπρεσιονισμού και των ιστορικών πρωτοποριών (φουτουρισμός, Dada, υπερρεαλισμός).
Στον παρόντα τόμο, η εν λόγω αγάπη εκδηλώνεται άμεσα, ο Μπέκετ, με τη γνωστή γενναιοδωρία του, επιχειρεί να εκφράσει τον θαυμασμό του για το έργο των δύο Ολλανδών ζωγράφων, οι οποίοι ήσαν σχεδόν άγνωστοι εκείνη την εποχή, επιχειρεί να υπερασπιστεί τις επιλογές τους, επιχειρεί να συνθέσει ένα είδος ποιητικού μανιφέστου για το πώς μπορούμε να δεξιωνόμαστε το έργο τέχνης. Αν όχι προφητικά, τουλάχιστον οξυδερκέστατα και διορατικά, τα δύο κείμενα του Μπέκετ ανοίγουν έναν διάλογο για το νόημα της Τέχνης στη μεταπολεμική εποχή, για το πώς η μοντέρνα Τέχνη μπορεί να εκφράσει τα προσωπικά, υπαρξιακά, αλλά και τα κοινωνικά αδιέξοδα, να διατηρήσει την αυτονομία της, να κατορθώσει να προκαλέσει ρήξεις και ανατροπές που θα ανανεώσουν, εν συνεχεία, τόσο τις μορφές όσο και τη συνείδηση του κοινού σε σχέση με το τι είναι, και τι μπορεί να είναι, η Τέχνη σε έναν κόσμο ιλιγγιωδών ρυθμών και αλλαγών.
Χαρακτηριστικό της διορατικότητας του Μπέκετ είναι ότι μετά τη δημοσίευση των εγκωμίων που έπλεξε για το έργο των αδελφών Βαν Βέλντε κύλησε μία ολόκληρη δεκαετία ώσπου ν' αρχίσει, σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, η διεθνής αναγνώρισή τους.
Δίχως διόλου να θυμίζουν συνήθη κριτικά πονήματα, τα κείμενα αυτά διαρθρώνονται με φράσεις υψηλής θερμοκρασίας, φιλοσοφικές θέσεις για τη σημασία της Τέχνης και τη νοηματοδότηση της ζωής, αιφνιδιαστικές εξάρσεις ξέφρενου, καίτοι πικρού, χιούμορ, ποιητικές εκλάμψεις, ωσάν ο Μπέκετ να χρησιμοποιεί τη σελίδα σαν καμβά και την πένα σαν πινέλο, για να μας μεταφέρει με τον ισχυρότερο δυνατό τρόπο το κλίμα, την ιδιάζουσα ατμόσφαιρα, την τεχνοτροπία των Μπραμ και Γκερ βαν Βέλντε. Συλλαμβάνει, και ορθά, το έργο τους ως μεγαλειώδη προσπάθεια να καταπιαστούν με την ανθρώπινη μοίρα, να αναπαραστήσουν τη μεταβολή, να μιλήσουν με τον χρωστήρα για τη διάρκεια και τη διαδοχή. Αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική του Μπραμ βαν Βέλντε ως «μια ζωγραφική του πράγματος εν αιωρήσει, θα έλεγα ευχαρίστως του νεκρού πράγματος, αν αυτός ο όρος δεν συνεπαγόταν τόσο ενοχλητικούς συνειρμούς». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπέκετ στο συγγραφικό του έργο απασχολήθηκε πολύ με τις δυνατότητες και τη χρήση της σιωπής, ενώ πλέον ο Μπραμ βαν Βέλντε θεωρείται «ο σιωπηλός ζωγράφος» και είναι γνωστή η ρήση του «η ζωγραφική είναι η σιωπή». Αλλωστε, σταδιακά ο Μπραμ βαν Βέλντε διασπά ολοένα και περισσότερο τις φόρμες, εγκαταλείπει τα χρώματα που χρησιμοποιούσε, και στο τέλος δεν παραμένουν παρά μονάχα το μαύρο, το μοβ και το κόκκινο.
«Αγνοια, σιωπή, και το ακίνητο γαλάζιο», γράφει ο Μπέκετ, «ιδού η λύση του αινίγματος, η έσχατη λύση. Για μερικούς. Τι επεδίωκαν ανέκαθεν μετά μανίας οι εικαστικές τέχνες; Να σταματήσουν τον χρόνο αναπαριστώντας τον». Επισημαίνει ότι η ζωγραφική των Βαν Βέλντε είναι μια ζωγραφική κριτικής και άρνησης, την τοποθετεί στο ανατρεπτικό ρεύμα των πρωτοποριών που εμφανίστηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις ολέθριες συνέπειές του, αυτές ακριβώς τις συνέπειες που ώθησαν τον φιλόσοφο Τέοντορ Αντόρνο να αποφανθεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει Τέχνη μετά το Αουσβιτς. Ας σημειωθεί εδώ ότι μία από τις προεξάρχουσες φυσιογνωμίες εκείνων των πρωτοποριών, ο Δανός ζωγράφος και στοχαστής Ασγκερ Γιορν (Asger Jorn), συνιδρυτής των κινημάτων Cobra και Internationale Situationniste, συνδέθηκε φιλικά με τους Βαν Βέλντε και διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη διεθνή αναγνώρισή τους.
Ο Μπέκετ διαπιστώνει, στα 1948, ότι απομένουν τρεις οδοί που μπορεί να ακολουθήσει η τέχνη: η επιστροφή στην παλιά απλοϊκότητα, η προσπάθεια να ζήσεις και να δημιουργήσεις σαν να βρίσκεσαι σε μια κατακτημένη χώρα και, τέλος, η γενναία αδιαφορία απέναντι σε συμβάσεις, ιερατισμούς και επιτηδεύσεις, μια ζωγραφική «που διακρίνει στην απουσία σχέσης και στην απουσία αντικειμένου τη νέα σχέση και το νέο αντικείμενο». Θεωρεί ότι οι αδελφοί Βαν Βέλντε αυτόν τον δρόμο ακολουθούν, και ότι είναι σπαρακτικά ενδιαφέρων δρόμος.
«Η Τέχνη λατρεύει τα άλματα», αποφαίνεται ο Μπέκετ, θυμίζοντας τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Και ακριβώς με άλματα, με εναλλαγές στον ρυθμό των κειμένων του, με ξαφνικές παύσεις, με ενίοτε σπασμωδικούς αφορισμούς και επιστροφές σε μια, ας πούμε, ομαλή ροή του λόγου, αναπλάθει με τις λέξεις τα όσα επιχειρούν να εκφράσουν οι Βαν Βέλντε με τα χρώματα. «Εδώ όλα κινούνται», γράφει, «κολυμπούν, φεύγουν, επιστρέφουν, ξεγίνονται, ξαναγίνονται. Ολα σταματούν, ασταμάτητα. Θα έλεγε κανείς, η εξέγερση των μορίων, το εσωτερικό μιας πέτρας ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν αποσυντεθεί».
Μια έξοχη αφορμή αποτελούν τα δύο αυτά κείμενα, θαυμάσια μεταφρασμένα από τη βραβευμένη Μαρία Παπαδήμα, για να γνωρίσουμε το έργο δύο σημαντικών ζωγράφων του 20ού αιώνα, αλλά και να απολαύσουμε εκ νέου τον λόγο ενός σπουδαίου συγγραφέα που, όπως έλεγε και ο ποιητής Νίκος Καρούζος, είναι ένας ντετέκτιβ του οντολογικού προβλήματος, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού διαστήματος, ένας επίμονος και μανιώδης στενογράφος του αδιανόητου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου