Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

The Boston Trial of Naked Lunch...

http://realitystudio.org/texts/naked-lunch/trial/


GINSBERG's poem “On Burroughs’ Work”

The method must be purest meat
and no symbolic dressing,
actual visions & actual prisons,
as seen then and now.

Prisons and visions presented
with rare descriptions
corresponding exactly to those
of Alcatraz and Rose.

A Naked Lunch is natural to us, we eat reality sandwiches.
But allegories are so much lettuce.
Don’t hide the madness.

Νέα Ηλεκτρονική Διεύθυνση

gicaros22@gmail.com


Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Τεράστιο Χοντρό Μαλλιαρό Όραμα του Κακού

Τεράστιο Χοντρό Μαλλιαρό Όραμα του Κακού


1

Κακό κακό κακό κακό

Ο Κόσμος είναι κακό

Η Ζωή είναι κακό

Όλα είναι κακό

αν καβαλλήσω τό άλογο του μίσους

μέ το κακό μισόκλειστο μάτι του

να γυρνά τόν κόσμο στό κακό

το Κακό είναι Θάνατος ξαναζεσταμένος

το Κακό είναι Ζωή συλλαβισμένη ανάποδα

το Κακό είναι αρνί που καίγεται ζωηρά

το Κακό είναι αγάπη ψημένη στη σούβλα

πού γυρνάει κόντρα στον εαυτό της

το Κακό είναι κριθαράκι στό μάτι του σύμπαντος

κρεμασμένο σ' ένα άλογο που βήχει

πού μ' ακολουθεί τή νύχτα

σ' ένα κούφιο δρόμο

φορώντας παρωπίδες

το Κακό είναι πράσινα γάντια

γυρισμένα το μέσα έξω

δίπλα σ' ένα διπλό μαρτίνι

πάνω σ' ένα τραπέζι γιά κοκτέιλ

το Κακό είναι πλούσιο σέ δόντια άλογου

το Κακό μέ κυνηγάει

με πόδια από κόλλα

τρέχω

Κακό είναι να γαμάς άγνωστες

ύστερα από κοκτέιλ πάρτυ

Καυμένη σάρκα δεν είναι κακό

Κρέας μοναχικό δέν είναι κακό

αλλά κακό είναι σταμπαρισμένο

στό παράθυρο μου

Είμαι παρανοϊκός γιά τό κακό

το Κακό είναι σαράντα χρονών

και στο λάθος μυαλό μου

το Κακό είναι να' χεις χάσει το νού σου

στον ύπνο ή στον ξύπνιο

το Κακό περνάει στα τυφλά

μεσ' από τ' άκροδάχτυλα του νου

σε οράματα μαριχουάνας

όπου ένα άλογο περπατάει

ένα άλογο που θέλει να μέ φάει

το Άλογο τρώει τη συνείδηση

το φοβάμαι

τρέχω

σέ μισώ κακό

τρελό άλογο

Όλοι μας τρελαινόμαστε

όταν πεθαίνουμε

αλλά να καβαλάμε ζωντανοί

το τρελό άλογο

είναι μιά μορφή θανάτου

Κάθε τρελή μέρα κι ένας θάνατος

είμαι παρανοϊκός γι' αυτό

το Κακό έχει βγει να μέ πιάσει

το Άλογο καμπουριάζει πίσω μου

φορώντας παρωπίδες

το Άλογο θέλει να ανέβω πάνω του

τό Άλογο θέλει να καβαλήσω

δίχως γκέμια τρέχω να του ξεφύγω

με δυό πόδια

φοβάμαι

δεν θέλω νά πεθάνω


2



Κακό κακό κακό κακό κακό κακό κακό

ακόμη κι αν τρεις γυμνοί πίθηκοι

δε βλέπουν δεν ακούν δε λένε κανένα κακό

ο Έβένινος Βούδας Με Τά Τρία Μάτια

είναι κακό σε μάτια κακά

η Μπρούτζινη Εικόνα τού Κρίσνα που χορεύει

είναι κακό

ο Θιβετιανός Κατακτητής του θανάτου

ντυμένος με δέρμα ανθρώπινο

είναι κακό

ο Μποντισάτβα πού τραγουδάει

είναι κακό

σε μάτια κακά

όλες εκείνες οι μελαγχολικές φιγούρες

που τρέχουν ξοπίσω μου

κακοί βολβοί ματιών

κυλούν ξοπίσω μου

θα με φτάσουν

Πέτρινα λουλούδια θα πέσουν πάνω μου

αν δεν έχω το νού μου

τα Λουλούδια δεν είναι κακό

μα η Δύναμη είναι κακό

ο Καπετάν Μπιγκαρίνι

με τις κακόμοιρες κακόμοιρες χαιρετούρες του

είναι κακό

το Γυμνό Γεύμα είναι κακό γεύμα

γιατί είναι τό κολατσιό του μίσους

δεν είμαι έτοιμος να το φάω

δεν είμαι τόσο πεινασμένος

φοβάμαι

δεν μπορώ να τρέχω γιά πάντα

είμαι ένας σκυταλοδρόμος

με μιά κούφια σκυτάλη

με ένα τρελούτσικο μήνυμα μέσα της

πού δεν μπορώ νά εξηγήσω εντελώς

ένα περίεργο μήνυμα

ένα εκστατικό μήνυμα

σε μιά κούφια σκυτάλη

που πηγαινοέρχεται μέσα από τις υπόγειες

σήραγγες της γης

ενα Παριζιάνικο επείγον γράμμα

χάθηκε στά υπόγεια

των καταστημάτων Μέισυ

δεν πρέπει νά μου πέσει και να χάσω το μήνυμα

που ποτέ δε μπόρεσα νά διαβάσω

μ' όλη τούτη τήν τρεχάλα

ακόμα τρέχω με τούτο

το Άλογο ακόμα τρέχει ξοπίσω μου

το Άλογο θά μέ πιάσει

στο ζωντανο το τέλος

θα ξαπλώσει πάνω μου

στον τάφο μου από αλογότριχες

θα μου μασουλίσει το τελευταίο μου κόκαλο

με τα δόντια του της νυχτερίδας

θά τεντώσει τα πόδια του πάνω στα μέλη μου

για να γίνουμε ένα μ' αυτό

το Άλογο θα γλύψει

το αλογίσιο πρόσωπο μου

με τη γλώσσα του

βουτηγμένη στην κόλλα

το Άλογο θα ξεράσει πάνω μου

θα χέσει τις ψητές του πατάτες

πάνω μου

στην τρέλα του θανάτου

και γώ θα φάω εκείνο

το γυμνό γεύμα

που με αλλάζει σε κείνο

στο θάνατο εκείνου του θεού

πού είναι η ίδια η συνείδηση

Α, μα δεν πρόκειται νά κοιτάξω έξω

πρίν να' ρθει εκείνη ή μέρα

από τα γούνινα παράθυρα του Αλόγου

και να ξεράσω τοπία!


Λώρενς Φερλινγκέτι 1967

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Για την Έκλειψη του M.Antonioni

Δύο ιστότοποι με κείμενα για την Έκλειψη του Αντονιόνι:
http://doctorbcinema.wordpress.com/2010/05/05/analysis-of-m-antonionis-leclisse-1962/
http://faculty.frostburg.edu/phil/forum/Eclipse.htm

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Jack Kerouac

ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ, ΠΑΛΙ ΠΑΝΤΑ & ΞΑΝΑ


ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ,
Ο Αγγελόμορφος Οδοιπόρος



Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης. Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μεσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο κι από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο «εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει.
Ανδρέας Εμπειρίκος


Ένας από τους τελευταίους αγίους, ένας φτωχούλης του Θεού κι αυτός, όπως και τόσοι πρόγονοί του, ο Τζακ Κέρουακ, πλάνης και εξερευνητής εσωτερικών τοπίων, Μεγάλος Ερωτικός και Μέγας Απεγνωσμένος, μακάριος και γαληνεμένος, βραχνός Μουσηγέτης και πάντα, μα πάντα, Συγγραφέας – ένας από τους τελευταίους ανθρώπους, πασχίζει, σε όλη του τη σύντομη ζωή, να λύσει το αίνιγμα της υπάρξεως, να επινοήσει τρόπους φυγής από την αδυσώπητη δικτατορία της υλοφροσύνης, να επιχειρήσει το άνοιγμα σε ό,τι πιο μύχιο, πιο ανεξερεύνητο, πιο αχαρτογράφητο φέρουμε εντός μας, να αποκρυπτογραφήσει τα αλλόκοτα ιερογλυφικά της διαλεκτικής ζωής και θανάτου, πνεύματος και χώματος, ύλης και μουσικής του ζώντος. Ο Τζακ Κέρουακ, φυγάς θεόθεν και αλήτης, όπως το είχε διατυπώσει ο Εμπεδοκλής – ο Τζακ Κέρουακ, γυμνός άγγελος, ο Τζακ Κέρουακ, memory babe, παιδί της μνήμης, αδελφός μας και πιο πολύ αδέρφι μας, μες στις δεκαετίες ανοξείδωτος. Πρίγκιπας της ανεκτικότητας, πλημμυρισμένος απ’ τους ρυθμούς του κόσμου, ο Κέρουακ αρνήθηκε την ίδια του την ευφυΐα, την κατέστρεψε, τη δαπάνησε, χάριν μιας περισσότερο πολύτιμης – και τόσο δυσεύρετης πια – ιδιότητας, χάριν αυτού που όλοι ξέρουμε τ’ όνομά του αλλά τόσο λίγοι καταφέρνουμε να είμαστε άδολοι διάκονοι και λυτρωμένοι δούλοι του: της αγάπης.

Ο Τζακ Κέρουακ, γεννημένος στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, στις 12 Μαρτίου του 1922, έμελλε στη σύντομη ζωή του να περάσει από ένα σωρό σταυροδρόμια λαβυρίνθων, παραμένοντας πάντα αγνός και ανεξέλεγκτος, παίρνοντας πάντα, εσκεμμένα, τις λάθος αποφάσεις, αγαπώντας τους λάθος ανθρώπους, μένοντας στη λάθος μεριά του δρόμου. Έμελλε να καεί κι αυτός, σαν τα κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, να πυρποληθεί, σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, μόνο και μόνο για δωρίσει σ’ έναν σκοτεινιασμένο κόσμο λίγες στιγμές φέγγους. Έμελλε να γράψει δεκάδες χιλιάδες σελίδες, πυρωμένα παραληρήματα αγάπης, αγάπης, και αγάπης, χτυπώντας με ηδύτατη παραφορά τα πλήκτρα της γραφομηχανής, περιοδεύοντας στα λημέρια της αγαθότητας με τα νώτα γυρισμένα στους χλευασμούς των φανατικών μιας κακομοίρας νουνέχειας, μιας σωφροσύνης πάμφτωχης. Έμελλε να γράψει το On the Road, το απαράμιλλο χρονικό της μακαριότητας και της κίνησης, του έρωτος και της περιπλάνησης, της φιλίας και της προσήλωσης στην ευφρόσυνη αλητεία που, όπως κάποια τραγούδια αγαπημένα, ξέρει να ξεγελά το δυνάστη χρόνο. Έμελλε να γράψει τους Υποχθόνιους, μέσα σε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μέσα σ’ έναν άγιο πυρετό τρελής δημιουργικότητας και ανάγκης να εκφραστεί, καταφέρνοντας, όπως λέει κι ο Χένρυ Μίλλερ, «ένα τέτοιο πλήγμα στην αθώα μας πρόζα απ’ το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να συνέλθει». Έμελλε να πιει θύελλες κρασιού, μπίρας, βότκας, τεκίλας, μεσκάλ, ουίσκι -- πίνοντας ως το φουκαριάρικο συκώτι μου, γράφει ο Νίκος Καρούζος – να πιει διαλύοντας τη σύνεση, κονιορτοποιώντας τα οχυρά των πεποιθήσεων, ανατινάζοντας τα σινικά τείχη των βεβαιοτήτων, καίγοντας τις γέφυρες που οδηγούν στη βολή, στην ασφάλεια, στο «κονάκι». Έμελλε να ψάλει του Σύγχρονου Ανθρώπου την Πτήση και την Πτώση.

«Μα, γυναικούλα μου, τα έκανα όλα, έγραψα το βιβλίο. Διέσχισα περήφανα τους δρόμους της ζωής μου, του Μανχάτταν, του Λονγκ Άιλαντ, διέσχισα τις 1183 σελίδες του πρώτου μου βιβλίου, πούλησα το βιβλίο. Πήρα τα πρώτα χρήματα, ούρλιαξα από χαρά, το Θεό εδόξασα, και συνέχισα, κι έκανα ό,τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνεις στη ζωή. Μα τίποτα δεν έβγαλα. Καμιά ‘γενιά’ δεν είναι ‘νέα’. Τίποτα νέο κάτω απ’ τον ήλιο. ‘Τα πάντα ματαιότης’. Ξέχνα το, γυναικούλα μου. Τράβα για ύπνο. Αύριο μια νέα μέρα ξημερώνει . Hic calix! Κοίταξέ το στα Λατινικά, σημαίνει ‘Ιδού το δισκοπότηρο’, και κοίτα να ‘χει κρασί εκεί μέσα».

Ο Τζακ Κέρουακ, ένας κατάσκοπος στο ίδιο του το σώμα, ένας κατάσκοπος στο σπίτι του έρωτα, ένας κατάσκοπος στο χώρο και στο χρόνο που μας αντιστοιχεί, στο χώρο και στο χρόνο που είναι το εφήμερο πέρασμά μας από τούτο τον πλανήτη. Να οδηγείται σε αλλεπάλληλες παραβιάσεις της δεσπόζουσας ηθικής και της δεσπόζουσας γλώσσας, εκείνη την όχι και τόσο μακρινή δεκαετία, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Μακελειό, αρνούμενος ό,τι τείνει να περιορίσει την εκδίπλωση της δημιουργικότητάς μας, αρνούμενος συμβάσεις και κανόνες, παίζοντας το παιχνίδι του για να θεσπίσει καινούργια κριτήρια, νέες σταθερές. Η γλώσσα, συντακτικό και γραμματική και ρυθμός, να είναι ένα πεδίο μάχης, να είναι μια ναρκοθετημένη ζώνη, να είναι ο Άλλος Τόπος, όπως λέει κι ο Βλαβιανός, να είναι το πέραν του είθισται, να είναι θέρετρο αλλά και σφαγείο.

Ερωτοτροπώντας με το μηδέν, ερωτοτροπώντας με τις ακρότητες μιας ευλογημένης και ποθητής απλότητας, ο Κέρουακ θα σμίξει με άλλους αντάρτες της καθημερινής ζωής, με ποιητές και συγγραφείς που χάνονταν και βρίσκονταν και λυτρώνονταν στο εντός των γραπτών τους, που διέκοπταν μεθοδικά κάθε συνάφεια με θέσφατα και άκαμπτες αποφάνσεις, που έγιναν αυτοσχέδιοι πειραματιστές, πέτρες κυλιόμενες σ’ ένα έδαφος επικίνδυνο, σε μια κοινωνία που ήθελε να προσεταιριστεί ή να εξορίσει κάθε αυθεντικό σκίρτημα ζωής, κάθε γνήσιο κραδασμό δημιουργικότητας. Ουίλλιαμ Μπάροουζ και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορυ Κόρσο και Πήτερ Ορλόφσκι, Άλαν Άνσεν και Λώρενς Φερλινγκέτι, Γκάρυ Σνάιντερ και Νηλ Κάσαντι. Μακάριοι, beatniks, σαλοί και παλλόμενοι, τραχείς και λεπτεπίλεπτοι, χερουβείμ αρουραίοι, ατίθασοι και μειλίχιοι, πότε λάτρεις της σιωπής και πότε φωνακλάδες, ασάλευτοι άλλοτε σε ιερή περισυλλογή και άλλοτε αεικίνητοι, πράοι και ανοιχτοί στην εμπειρία, να ξεφυτρώνουν σαν αγριόχορτα ανάμεσα στα πεζοδρόμια ενός άκαμπτου πολιτισμού που πεθαίνει αποκαμωμένος μέσα στους ύστατους σπασμούς του.

«Ποιος ξέρει αν πίσω απ’ αυτή τη βιτρίνα εγωισμού και σκληρότητας, το σύμπαν δεν είναι τελικά μια μεγάλη ευσπλαχνική θάλασσα, μια απέραντη γλύκα; Και ποιος ξέρει αν δεν είναι η μοναξιά της τωρινής μοναδικότητας του αγέννητου στοιχείου της μελλοντικής ουσίας του καθενός που αρνείται τη μοναδική, αγνή αιωνιότητα, αυτό το μεγάλο απόλυτο δυναμικό που μπορεί να ακτινοβολήσει τα πάντα, αυτή τη λαμπρή ευτυχία, το Ματιβαζρικαρούνα, ο Υπερβατικός Αδαμάντινος Οίκτος! Όχι, εγώ θέλω να μιλάω ΓΙΑ τα πράγματα, για το σταυρό, για το αστέρι του Ισραήλ, για τον πιο υπέροχο άνθρωπο που έζησε ποτέ και που ήταν Γερμανός (ο Μπαχ), για τον γλυκό Μωάμεθ, για τον Βούδα, για τον Λάο-Τσε, τον Τσουάνγκ-Τσε, τον Σουζούκι... γιατί θα έπρεπε να επιτεθώ σ’ αυτά που αγαπώ, έστω κι αν είναι έξω από μένα; Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου» (Τζακ Κέρουακ, Οι Καταβολές της Μπητ Γενιάς).
Οραματιστής και καταγραφέας φαινομενικά ασήμαντων λεπτομερειών, ο Κέρουακ σπεύδει να καθαγιάσει το καθημερινό, το οικείο, το τάχατες τετριμμένο, υψώνοντάς το σε διαστάσεις ποιητικές, στιλβώνοντάς το με τον καταιγισμό των δονούμενων λέξεών του, δίνοντάς του πίσω το λεηλατημένο νόημά του, βαφτίζοντάς το στην άχραντη ουσία. Παλεύει με το χρόνο, λατρεύει το χρόνο, ξοδεύει το χρόνο, σμίγει, γίνεται ένα, κυλιέται αγκαλιασμένος σε λειμώνες με το χρόνο. Λαχανιάζει όταν γράφει, και μαζί του λαχανιάζει και ο χρόνος. Είναι σαν τον Προυστ ένας γερομαστούρης του χρόνου. Να ειπωθεί το ανείπωτο, να λεχθεί το άλεκτον, να ανατριχιάσουν μες στα στήθη τικ οραμάτων, να είναι ένας τρελός άφωνος άγιος του μυαλού, να πει την αληθινή ιστορία του κόσμου σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο, να κολυμπήσει στον αχανή ωκεανό της γλώσσας, να συνθέσει το άγριο, το απειθάρχητο, το αγνό, το ερχόμενο μέσα του απ’ τα κάτω, ιδού σπαράγματα, ξεφτίδια, θραύσματα από το πρόγραμμα του Συγγραφέα Τζακ Κέρουακ. Ιδού το Πεπρωμένο της Γραφής Του. Ιδού και η Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής Του.

«Ο Κέρουακ ήταν συγγραφέας», μας λέει ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ. «Ήξερε να γράφει. Πολλοί άνθρωποι λένε ότι είναι συγγραφείς, βγάζουν βιβλία με το όνομά τους επάνω, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουν να γράφουν – ανάμεσα στον συγγραφέα και σε εκείνον που απλώς δηλώνει ‘συγγραφέας’ υπάρχει μια τεράστια διαφορά, ανάλογη με εκείνη που χωρίζει τον αληθινό ταυρομάχο που έχει να αντιμετωπίσει στην αρένα τον μαινόμενο ταύρο, από τον κοινό μαλάκα που παραμυθιάζει τους φίλους του κάθε βράδυ με τα ανδραγαθήματά του στον πόλεμο που τον έζησε μόνο από τα μετόπισθεν. Ο συγγραφέας πρέπει να έχει ζήσει τη γραμμή του πυρός για να μπορέσει να πει την αλήθεια. Κινδυνεύει όμως και να τραυματιστεί θανάσιμα».

Αρνούμενος να δεχτεί ότι υπάρχει πλοκή στη ζωή, ο Κέρουακ εξόρισε την πλοκή από τα οραματικά, αλλά και τόσο γειωμένα, μυθιστορήματά του. Το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν ακόπαστη αναζήτηση, επέλαση στον πυρήνα του νοήματος, καταβύθιση στο κέντρο της ταραχής και της ουσίας. Λέξεις, και λέξεις, και λέξεις. Πλήγιαζε τα δάχτυλά του στα πλήκτρα της γραφομηχανής, γεμίζοντας το σκληρό λευκό κενό του χαρτιού, κάνοντας τις φράσεις να φωνάξουν το Ναι Στην Εμπειρία. Αφηνόταν στις δίνες εσωτερικών κλυδωνισμών, αφηνόταν στην καταγραφή όσων άκουγε μέσα του, εκείνων των μύχιων φωνών που πότε ουρλιάζουν και πότε ψιθυρίζουν τις ακατάλυτες αλήθειες μας. Αλιεύει τα θέματά του από το ποτάμι της καθημερινής ζωής, εστιάζει στο γεγονός, οι λέξεις του παύουν κάποτε να είναι σύμβολα, να είναι κώδικες και σημεία, οι λέξεις του γίνονται, σε πολλές σελίδες του, γεγονότα. Είναι Μαθητευόμενος της Οδύνης, είναι Νοσταλγός Ενός Μέλλοντος Χαμένου Στη Διάρκεια, είναι Διάκονος Της Απλότητας. Αφουγκράζεται το Χτυποκάρδι του Κόσμου. Αφουγκράζεται το Μουρμουρητό των Γεγονότων.

«Το στοιχείο που έκανε τον Κέρουακ έναν από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς της νεολαίας, είναι το χάρισμα να κατανοεί και να εκφράζει πλήρως τις φαντασιώσεις της, τα πάθη της, την επιτυχία και την αποτυχία της. Αποκηρύσσοντας κάθε πολιτική σκοπιμότητα, μετατράπηκε σ’ ένα ανθρώπινο μαγνητόφωνο με ουράνιο μηχανισμό, έτοιμο να ηχογραφήσει κάθε πρόσφορη αμερικάνικη φωνή» (Γιάννης Τζώρτζης).

Αγαπούσε την τζαζ, ο Τζακ Κέρουακ. Αγαπούσε τον καπνό και το αλκοόλ. Αγαπούσε τις θολές γραμμές των οριζόντων. Αγαπούσε την αρχιτεκτονική (ας ειπωθεί ξανά) της σκόρπιας ζωής. Αγαπούσε τις όμορφες κοπέλες. Αγαπούσε τις γάτες. Τον αγάπησε μια ολόκληρη γενιά ελεύθερων ανθρώπων, ευαίσθητων τυχοδιωκτών, ευγενικών μποέμ. Τον αγάπησαν κάμποσοι βιογράφοι. Τον αγάπησε ο Τομ Γουέιτς, κι έγραψε ένα τραγούδι, το Jack & Neal, για να μας θυμίζει διαρκώς την περιπέτειά του. Τον αγάπησε ο δικός μας Ανδρέας Εμπειρίκος και έγραψε για χάρη του μερικές ρυθμικές και εκθαμβωτικές αράδες.

Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές – ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξι «hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και υπογείων λαγνουργείων (με bop, με twist, με rock’n roll, με τις φωνές των νέγρων), κ’ έτσι, καθώς διαβαίνει – ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι, μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή: «BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY!»

Ο Τζακ Κέρουακ, ποιητής και οραματιστής, πατριάρχης της Μπητ Γενιάς, αθάνατος θνητός και παις πεσσεύων, έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από τριάντα χρόνια. Στα σαράντα έξι του, ένα πρωινό στο μπάνιο, την 21η Οκτωβρίου του 1969, πολυαγαπημένος αγγελόμορφος οδοιπόρος και θαυμάσιος μνήμων, καταγραφέας πόθων και οραμάτων και εξάρσεων που στοιχειώνουν ακόμη τη λογοτεχνία και τη ζωή, ο Κέρουακ θα αναχωρήσει από τούτη τη ζωή, θα πάει να συναντήσει όλους εκείνους που κάποτε του ένευσαν και τον ενέπνευσαν, που τον έκαναν αυτό που θέλησε να γίνει, που του πρόσφεραν εκείνο το Μαύρο Γάλα της Αυγής. Μας άφησε τις σελίδες του, εδώ, δικές μας, δώρο και συμβολή στο Μεγάλο Βιβλίο της Ανησυχίας, χρυσαφένια παράγραφος σε ό,τι κάνει τη ζωή υποφερτότερη, σε ό,τι είναι θάλπος και θάμβος, σε ό,τι αποτελεί ανάσα και οξυγόνο αντιδιαστολής.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

MARE CRISIUM ή αλλιώς Η Θάλασσα των Κρίσεων

Η καταγραφή της ανακάλυψης μιας καταγραφής. Ένα ιδιότυπο ημερολόγιο .
Έτος 214 . Μια βόλτα στο φεγγάρι της Γης . Μια συνταρακτική ανακάλυψη.
MARE CRISIUM

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Χρόνος/Εικόνα/Θεατής




Μπορούμε μέσα από μια στατική εικόνα να δείξουμε την έννοια του χρόνου στον θεατή;
Στην σύγχρονη εποχή και ζώντας μέσα στον καταιγισμό της εικόνας απολαμβάνουμε τον χρόνο όχι ως πραγματικό χρόνο αλλά ως έναν εικονικό χρόνο δίνοντας ψεύτικες εντυπώσεις.
Στο έργο που παρουσιάζω δημιουργώντας μια στατική εικόνας προκαλώ τον θεατή να σκεφτεί το τώρα αλλά και να στοχαστεί το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Έτσι καταφέρνω να του δημιουργήσω έναν χρόνο όχι μετρήσιμο με την έννοια του ρολογιού αλλά έναν δυνητικό χρόνο .
Η ίδια η έννοια του χρόνου μετακινείται στον θεατή και όχι καθεαυτό στο ίδιο το έργο τέχνης, ο ίδιος ο θεατής είναι πλέον ο μηχανικός του χαμένου χρόνου.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

WSB = William Seward Burroughs

Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ: 
Ο Παππούς Όλων Μας

Στη μνήμη του φίλου μου, Νίκου Μπαλή

 


Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μιαν ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μία προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του Εικοστού Αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, κεντρική επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ.



Και τι δεν ήταν; Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ’ τους γενάρχες του κινήματος των Μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης, και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στο λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της Τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως το θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ’ αυτόν το λαβύρινθο, στο Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή). Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επίγνωση ότι γράφοντας αλλάζουν την τάξη του κόσμου, κινούν τον κόσμο έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίνστας, όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής. Λιγότερο από ένα χρόνο προτού πάρει τα χειρόγραφά του παραμάσχαλα και πάει να συναντήσει στις Βιβλιοθήκες του Ουρανού τον Τζέιμς Τζόυς και τον Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας του «Τόπου των Νεκρών Δρόμων» σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ναι, για όλους εμάς της Συμμορίας Σαίξπηρ, το γράψιμο είναι αυτό ακριβώς: όχι μια φυγή από την πραγματικότητα, αλλά μια απόπειρα να αλλάζουμε την πραγματικότητα». Γι’ αυτό και ο Μπάροουζ δεν ακολούθησε πορεία γραμμική, προβλέψιμη, βατή. Αλλά τεθλασμένη, όλο ποιοτικά άλματα, γεμάτη απρόβλεπτα, με αλλεπάλληλους ελιγμούς και σχεδόν πολεμικού τύπου τακτικές και στρατηγικές. Ήταν κάτι πέρα από συγγραφέας, μολονότι θεωρούσε ύψιστη τιμή αυτό που είχε δηλώσει ο Μπέκετ για τον Μπάροουζ: «Ναι, είναι ένας συγγραφέας».



Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ ο Δεύτερος, γεννήθηκε στο Σαιντ Λούις του Μισούρι, στις 15 Φεβρουαρίου του 1914. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα παλιό τρίπατο τούβλινο σπίτι, με πρασιά στην πρόσοψη, με πίσω αυλή, με κήπο, μια μικρή λιμνούλα με ψάρια, αλλά και ανάμεσα στην αδιάκοπη ταραχή που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι εφιάλτες και την μαγεία των καλών ονείρων που είναι, όπως ξέρουμε, «η αστρόσκονη της ύλης». Την ύστερη ωριμότητά του, και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία του, στις «Πόλεις της κόκκινης Νύχτας» (εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Νίκος Ρέγκας και Δημήτρης Κουμανιώτης), απολαμβάνουμε ένα πορτρέτο του μικρού Ουίλιαμ των αρχών του αιώνα: «Κανείς δεν τον ήθελε για πολύ, παρ’ όλο που ήταν ένα όμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά και τεράστια γαλάζια μάτια σαν βαθιές λίμνες. Έκανε τους ανθρώπους να μην αισθάνονται άνετα. Υπήρχε πάνω του μια νωθρή ζωώδης ηρεμία. Άνοιγε το στόμα του μονάχα για να απαντήσει σε μιαν ερώτηση ή για να εκφράσει μιαν ανάγκη. Η σιωπή του έμοιαζε να κρύβει μιαν απειλή ή μιαν επίκριση. Κι αυτό δεν άρεσε στους ανθρώπους».



Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός μιαν αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ’ όλα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ’ τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός. Ήδη από τότε. Αλλά και αργότερα, ο Μπάροουζ, ένας συγγραφέας πάντα πρόθυμος να επιδαψιλεύσει φιλοφρονήσεις σε όσους καλλιτέχνες, φίλους και ανθρώπους εκτιμούσε, φρόντιζε να είναι στα γραπτά του παρόντες ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Σάμιουελ Κόλεριτζ, ο Τόμας ντε Κουίνσι, και, κυρίως (και σχεδόν σε όλα του τα βιβλία) ο Μεγάλος Βάρδος, ο άλλος Ουίλιαμ Σ., ο Σαίξπηρ. Ελάχιστοι Αμερικανοί, συνήθως συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ή επιστημονικής φαντασίας δευτεροκλασάτοι, αγνοημένοι, λησμονημένοι, εμφανίζονται στο έργο του Μπάροουζ. Μία εξαίρεση (αλλά τι εξαίρεση!): ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Πάπα Χεμ, ο απόλυτος Άνθρωπος και Συγγραφέας, η κολοσσιαία προσωπικότητα που στοιχειώνει το μυαλό κάθε άντρα που έπιασε κάποτε χαρτί και μολύβι αποφασίζοντας να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο.

Ο Μπάροουζ θα σπουδάσει φιλολογία στο Χάρβαρντ, όπου θα διακριθεί. Συνεχίζει με σπουδές ιατρικής στη Βιέννη, ενώ μετέπειτα θα παρακολουθήσει σεμινάρια εθνολογίας και αρχαιολογίας. Θα ταξιδέψει. Πολύ. Στην Ευρώπη. Στη Νότιο Αμερική. Στη Βόρειο Αφρική. Θα καταγράφει διαρκώς τις εμπειρίες του, σε σημειωματάρια που με τον καιρό έγιναν μικρά εικαστικά έργα και που έμελλε να αποτελέσουν πολλές φορές το πρώτο υλικό για τα πρωτότυπα αφηγήματά του. Και είναι μία από τις χαρακτηριστικές μεθόδους του: η καταγραφή όσων βλέπει σε συνδυασμό με την καταγραφή όσων αισθάνεται βαθιά μέσα του, και όσων συνειρμών διεξάγονται εκείνη την ώρα στον εγκέφαλό του. «Είμαι ένα όργανο καταγραφής», θα πει ο Μπάροουζ. «Ένας χαρτογράφος, ένας εξερευνητής των περιοχών της ψυχής, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του κυρίου Αλεξάντερ Τρόκκι, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού Διαστήματος».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μπάροουζ θα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης Γενιάς Μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους.

Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα ¬ και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Έγραψε το «Junky» (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, της Τζόαν Βόλμερ Άνταμς, σημαδεύει και πυροβολεί• αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.

Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει, με τον καιρό, μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: «Naked Lunch». Δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό, πρωτότυπο, εκρηκτικό μυθιστόρημα «Γυμνό γεύμα» (1959), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (εκδόσεις Απόπειρα, μτφρ. Γιώργος Γούτας, 2003). Ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το «Άσπρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με το πειραματικό φιλμ χωρίς εικόνες «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» του Γκυ Ντεμπόρ. Όπως θα έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, εδώ ο Μπάροουζ επιχειρεί «να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση». Ο λόγος στο «Γυμνό Γεύμα» είναι φαινομενικά τραχύς, άμεσος, ωμός, ακαριαίος. Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα, γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός αχαλίνωτου, αλλά μεθοδευμένου τελικά, σαδισμού. Ο Μπάροουζ εκθέτει φριχτά τις συνθήκες στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια, με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα αφυπνιστικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το «κατηγορώ» του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος, γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης. Στο «Γυμνό Γεύμα» καταγγέλλονται ρητά οι υπερεξουσίες της ιατρικής, των αυταρχικών πολιτικών συστημάτων, της θρησκείας. Όπως και άλλα έργα του Μπάροουζ, αυτό το εμπρηστικό μυθιστόρημα είναι ένα θορυβώδες ελεγείο για τις χαμένες αξίες, μια αδυσώπητη καταγγελία για τα δεινά που σωρεύουν τα συστήματα ελέγχου και καταστολής, καθώς και μια προφητική δυστοπία.

Επί μία καθοριστική επταετία, ανάμεσα στο 1957 και το 1963, στρατηγείο του Μπάροουζ, και του κινήματος, θα είναι ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ένα τότε άσημο, ρυπαρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο καταφύγιο κάθε λογής εκπατρισμένων, ημιπαράνομων, μποέμ, κακόφημων, ψευτοκαλλιτεχνών. Η Μαντάμ Ρασού, η ιδιοκτήτρια, έμεινε στην ιστορία για την ευγένεια, την ανεκτικότητα, και την καλοσύνη με την οποία περιποιόταν την διόλου αξιοπρεπή και μάλλον θορυβώδη πελατεία της. Το ξενοδοχείο έμεινε στην ιστορία ως The Beat Hotel. Βρισκόταν σ’ ένα πολύ όμορφο σοκάκι, στη rue Git-le-Coeur, κοντά στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στο Pointe du Vert-Galant, στο Σηκουάνα. Εκεί θα συνεργαστεί με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα, ζωγράφο, καλλιγράφο και μουσικό Μπράιον Γκάιζιν, και θα επεξεργαστεί τις φημισμένες πια μεθόδους του cut-up και του fold-in.

Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: «Απολυμαντής», «Το εισιτήριό του εξερράγη», «Νόβα εξπρές», «Η μαλακή μηχανή», «Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες», «Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV», «Η δουλειά», «Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς», «Τα άγρια αγόρια». Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος,

Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στα 1974 και 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977, διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του «Λεωφορείον ο Πόθος». Το 1981, διάβασε μαζί με τον μαιτρ του θρίλερ, τον Στήβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ’ όνομά του!

Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λωρήν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.

Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονται από τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας «Blade Runner» παίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το «The Priest they call him», ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.

Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)• ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη• ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».

Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το «Finnegans Wake» του Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι ¬ καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής ¬ είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας», «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» και «Western Lands», και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες. Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν’ ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να ’ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».



ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Texts & Μάθημα

Φίλες και Φίλοι,

εδώ βρίσκουμε λίαν ενδιαφέροντα κείμενα σχετικά με τον Guy Debord, αλλά και με τον Yves Klein, τον Andy Warhol, τον Κινηματογράφο, την Αρχιτεκτονική:

http://www.mitpressjournals.org/action/doSearch

 Σήμερα, θα δούμε και θα σχολιάσουμε πειραματικά φιλμ του William S. Burroughs και θα μιλήσουμε για την Beat Generation, επιχειρώντας συσχετισμούς των Beat με τους Καταστασιακούς.

"Οι Τέχνες του Μέλλοντος θα είναι Αναστατώσεις Καταστάσεων ή τίποτα"  [Debord]

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Quiz/Κουίζ

Φίλες & Φίλοι του Μεταπτυχιακού, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ !





Ας αρχίσουμε με ένα κουίζ: σε ποιο πρόσφατο μυθιστόρημα, Γάλλου ταραξία ποιητή και συγγραφέα, αναφέρονται, μέσα σε ελάχιστες σελίδες, μαζί ο Marcel Duchamp, ο Joseph Beuys, και ο Yves Klein, τρεις αδιαμφισβήτοι αναμορφωτές της παγκόσμιας τέχνης, και ίσως Οι Τρεις Τελευταίοι Σαμάνοι ή Καλλιτέχνες/Συλλογικότητες, Καλλιτέχνες/Ρεύματα;

Θα συνιστούσα να μην τσακιστείτε να προσφύγετε στα ψαχτήρια τύπου Google. Θα προτιμούσα, απεναντίας, να σπαζοκεφαλιάσετε κατ' ιδίαν και να επικοινωνήσετε ο ένας με τον άλλον, ανταλλάσσοντας μεταξύ σας ιδέες και νύξεις ώστε να φτάσετε μάλλον συλλογικά στη λύση.

Ραντεβού την Πέμπτη!
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης